- κόλυθροι
- κόλυθροιMeaning: `testicle'See also: s. κολεόν and σκόλυθρον.Page in Frisk: 1,905
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
κόλυθροι — κόλυθροι, οἱ (Α) όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόλυθρον] … Dictionary of Greek
κολύθρους — κόλυθροι testicles masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον … Dictionary of Greek